Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

την κούρσα

См. также в других словарях:

  • κούρσα — η (λ. γαλλ. ή ιταλ.) 1. διαδρομή με άμαξα ή αυτοκίνητο. 2. ιδιωτικό αυτοκίνητο: Πήγαμε μια βόλτα με την κούρσα του. 3. ιπποδρομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντεμαράζ — το άκλ. η ένταση τού ρυθμού προς το τέλος τής διεξαγωγής ενός αγώνα δρόμου, χάρη στην οποία ένας αθλητής κατορθώνει να προπορευθεί από τους άλλους («με ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα κέρδισε τελικά την κούρσα»), [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demarrage <… …   Dictionary of Greek

  • τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… …   Dictionary of Greek

  • ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») …   Dictionary of Greek

  • Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… …   Dictionary of Greek

  • Μπορζόφ, Βαλερί — (1949 ). Ολυμπιονίκης. Ο Βαλερί Μπορζόφ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1949 στο Σαμπίρ, μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, η οποία ανήκε τότε στη Σοβιετική Ένωση. Σε ηλικία 20 ετών θεωρούνταν ήδη ο κορυφαίος σπρίντερ στη χώρα του και ένας από τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»